προπάτορα

προπάτορα
праотца

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "προπάτορα" в других словарях:

  • προπάτορα — προπάτωρ first founder of a family masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • THIRAS — fil. Iapheth. Gen c. 10. v. 2. Vide Bochart. Phaleg. l. 3. c. 2. ab eo Thraces orti; quorum originem proin ad Odrysum quendam cum refert Epiphanius, l. 2. p. 8. non de gente universa, sed de parte saltem eius intelligendus est. Ita autem is,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Βαντόμ, Λουί Ζοζέφ, δούκας ντε- — (Louis Joseph, duc de Vendôme, Παρίσι 1654 – Βιναρόθ, Ισπανία 1712). Γάλλος στρατηγός. Εγγονός του Σεζάρ, δούκα της Β. και προπάτορα του ομώνυμου βασιλικού κλάδου. Στις αρχές της σταδιοδρομίας του πολέμησε στην Ολλανδία (1672) και μετά από τρία… …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • πατριά — η τα μέλη ομάδας που έχουν τον ίδιο πρόγονο, τον ίδιο προπάτορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ВЕНЧАНИЕ БРАКА — [греч. στεφάνωμα (τοῦ γάμου)], основная часть чина церковного благословения брака в правосл. Церкви и у нехалкидонитов. В античной и эллинистической Греции был широко распространен обычай украшать дом, где проходило брачное торжество, цветами, а… …   Православная энциклопедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»